γναθοφόρος

γναθοφόρος
-α, -ο
1. (για ζώα) αυτός που έχει γνάθους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) παλαιότερη ταξινομική ομάδα τών Πνευμονοφόρων Γαστερόποδων Μαλακίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”